- καταλοχία
- καταλοχ-ία, ἡ,A = καταλοχισμός, v.l. in LXX 2 Ch.31.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταλοχία — και καταλόχεια και καταλογία (Α) βλ. καταλοχισμός … Dictionary of Greek
καταλοχίαις — καταλοχία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλογία — Ονομασία η οποία κατά τη βυζαντινή περίοδο αποδιδόταν στα λαϊκά ερωτικά τραγούδια. Η ονομασία αυτή καταγράφεται και σε χειρόγραφο της εποχής (Καταλόγια στίχοι περί έρωτος και αγάπης), που δημοσιεύτηκε το 1913 με τον τίτλο Ερωτοπαίγνια. Η λέξη… … Dictionary of Greek